- τήλε
- Αεπίρρ.1. μακριά (α. «τῆλε πρὸς δυσμάς», Αισχύλ.β. «θέων δ' ἐκίχανεν ἑταίρους ὦκα μάλ', οὔ πω τῆλε, ποσὶ κραιπνοῑσι μετασπών», Ομ. Ιλ.)2. σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο (α. «τῆλε πάτρας», Πίνδ.β. «τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης», Ομ. Ιλ.)3. σε μεγάλη απόσταση, ώς κάποιο σημείο που απέχει πολύ μακριά («τῆλε... βάλε», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆλ-ε (με δυσερμήνευτη κατάλ -ε) ανάγεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα *kwel- «μακριά» (με τοπική και χρονική σημ.) με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο, την ύπαρξη τού οποίου επιβεβαιώνουν οι λεσβ.-βοιωτ. τ. με αρκτικό π- (πρβλ. πήλοι, πήλυι), καθώς και τα μυκηναϊκά ανθρωπωνύμια qera-dirijo, qere-qotao (πρβλ. και αρχ. ινδ. carama- «έσχατος, τελευταίος»). Κατ' άλλη, λιγότερο πιθανή, άποψη, το αρκτικό τ- τού τῆλε δεν ερμηνεύεται ως προϊόν αντιπροσώπευσης ΙΕ χειλοϋπερωικού φθόγγου, οπότε το επίρρ. τῆλε πρέπει να αναχθεί σε ρίζα με αρκτικό οδοντικό και να διαχωριστεί από τον τ. πήλοι. (Για την πιθανή σχέση τού τῆλε με το επίρρ. πάλαι βλ. λ. πάλαι). Η λ., τέλος, απαντά ως α΄ συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. (βλ. λ. τηλ[ε]-)].
Dictionary of Greek. 2013.